ἀλλόχροος
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
ον, contr. ἀλλό-χρους, ουν, A changed in colour, E.Hipp.174(lyr.):—also ἀλλό-χρως, ωτος, ὁ, ἡ, looking strange or foreign, Id.Ph.138, Andr.879.
German (Pape)
[Seite 107] zsgzg. -χρους, von anderer, veränderter Farbe, accus., Eur Hipp. 174.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
qui prend une autre couleur, dont la beauté se flétrit.
Étymologie: ἄλλος, χρόα.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): contr. -ους, -ουν; tb. -χρως, -ων, gen. -οτος
1 de color cambiado, demudado, δέμας ἀλλόχροον βασιλείας el cuerpo demudado de la reina E.Hipp.175
•cárdeno ἀλλοχρόους ... λαμπηδόνας cárdenos ... resplandores Sch.Arat.330M.
2 de color o aspecto raro o extraño ὅδ' ἀλλόχρως τις ἔκδημος ξένος aquí (viene) un extranjero de país lejano y aspecto extraño E.Andr.879
•c. dat. ὡς ἀλλόχρως ὅπλοισι, μειξοβάρβαρος ¡qué extrañamente armado, medio bárbaro! E.Ph.138.
3 de otro color en teorías ópticas de Demócrito y Anaxágoras (τὸν ἀέρα) στερεὸν ὄντα καὶ ἀλλόχρων ἐμφαίνεσθαι τοῖς ὄμμασιν ὑγροῖς Thphr.Sens.50
•subst. τὰ ἀ. objetos de color diferente al de la pupila, Thphr.Sens.54
•τὸ ἀλλόχρων diferencia de color, contraste de color Thphr.Sens.27.
Greek Monotonic
ἀλλόχροος: -ον, συνηρ. -χρους, -ους (χρόα), μεταβεβλημένος στο χρώμα, σε Ευρ.· ομοίως, ἀλλό-χρως, -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που μοιάζει ξένος ή αλλότριος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλόχροος: стяж. ἀλλόχρους 2 переменившийся в цвете, т. е. побледневший, поблекший (δέμας Eur.).