ἀνατολικός

From LSJ
Revision as of 13:13, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνατολικός Medium diacritics: ἀνατολικός Low diacritics: ανατολικός Capitals: ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ
Transliteration A: anatolikós Transliteration B: anatolikos Transliteration C: anatolikos Beta Code: a)natoliko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A eastern, ἡμισφαίριον Str.2.3.2; στοά J.AJ20.9.7, al.; θάλασσα Epicur.Fr.346b: Comp., Str.2.1.27, Marin.Procl. 36: Sup., Marcian.Peripl.1.6,al.    2 ἀνατολικοί, οἱ, = Orientales, title of a numerus, PFlor.278V1 (iii A.D.).    3 ἀ. χρόνος time occupied in rising, Gem.7.18, Ptol.Alm.2.11; ἀ. φάσεις Ptol.Tetr. 99; but ἀ. σελήνη waxing moon, Xenccr. ap. Orib.2.58.77, Ptol.Tetr. 116.    II Subst. ἀνατολικόν, τό, = κλύμενον, of a flower opening at sunrise, Ps.-Dsc.4.13.

German (Pape)

[Seite 211] aus dem Morgenlande, östlich, Strab. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατολικός: -ή, -όν, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Σύλλ. Ἐπιγρ. 4450, 4573d, Πλούτ. 2. 888A.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
oriental.
Étymologie: ἀνατολή.

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Alolema(s): ἀντολικός Nonn.D.40.386, Paul.Sil.Soph.201, 354
I 1propio de la salida de un astro χρόνοι Gem.7.18, cf. Ptol.Alm.2.11
de las φάσεις de las estrellas con respecto al sol matutino Ptol.Tetr.2.13.7.
2 creciente σελήνη Ptol.Tetr.3.5.9, Xenocr. en Orib.2.58.77.
II 1oriental πλευρόν Str.2.1.27, δεξιὰ τοῦ κόσμου τὰ ἀ. μέρη Plu.2.888a, τόπος 1Ep.Clem.25.1, πόλεις Ph.2.588, ἡμισφαίριον Str.2.3.2, στοά I.AI 20.220, Ὠκεανός Nonn.l.c., κεραίη Paul.Sil.Soph.201
subst. ἡ ἀ. Oriente St.Byz.s.u. Ἴχναι.
2 subst. τὸ ἀ. la madreselva que se abre por la mañana, Ps.Dsc.4.13.
3 οἱ ἀ. orientales una unidad militar PFlor.278.5.1 (III d.C.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀνατολικός, -ή, -όν) ανατολή
αυτός που ανήκει στην Ανατολή
νεοελλ.
1. (για άνεμο) αυτός που πνέει από την Ανατολή, ο απηλιώτης
2. (για κτίσμα) αυτός που έχει πρόσοψη προς την Ανατολή.

Russian (Dvoretsky)

ἀνᾰτολικός: восточный (τοῦ κόσμου μέρη Plut.).

Chinese

原文音譯:¢nwterikÒj 安挪帖利可士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:(屬)向上(的)
字義溯源:上級的,較高的,在內的,上邊;源自(ἀνώτερος)=較高的),而 (ἀνώτερος)出自(ἄνω / ἀνεγκλησία)=上面), (ἄνω / ἀνεγκλησία)又出自(ἀντί)*=相對,代替,交換)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 上邊(1) 徒19:1