ἀναυξής
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
ές, A not increasing, Thphr.CP4.6.3. II intr., not waxing or growing, Hp.Art.53, Mochl.24,al., Arist.HA569a30, Cael.270a13.
German (Pape)
[Seite 212] ές (αὔξω), nicht vermehrend, Theophr.; nicht gedeihlich, Plut. Syll. 20; – nicht wachsend, Arist. H. A. 6, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναυξής: -ές, (αὔξω) ὁ μὴ κατάλληλος πρὸς αὔξησιν, ὁ κωλύων τὴν αὔξησιν, τόπος… ἀναυξὴς Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 3, 3. ΙΙ. ἀμετάβ., ὁ μὴ αὐξανόμενος, ὁ μὴ «μεγαλώνων», Ἱππ. π. Ἄρθρ. 821, καὶ ἀλλ., καὶ ἔστιν αὕτη ἡ ἀφύη ἀναυξὴς καὶ ἄγονος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 15, 4: ― ἄφθαρτον καὶ ἀναυξὲς Ἀριστ. π. Οὐρ 270a. 13. ― «ἱππάριον ἀναυξὲς» Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἰννός
Spanish (DGE)
-ές
que no aumenta, que no crece ὀστέα Hp.Art.53, cf. Mochl.24, ἕλκεα Hp.Dent.27, de animales, Arist.HA 569a30, κῶλα D.Chr.47.15, de plantas, Thphr.CP 4.6.3, Plu.2.912a, de un cuerpo celeste c. movimiento circular, Arist.Cael.270a13.
Greek Monolingual
ἀναυξής, -ές (Α) αύξω
1. εκείνος που δεν ευνοεί την αύξηση
2. (αμτβ.) εκείνος που δεν αυξάνεται, δεν μεγαλώνει.
Russian (Dvoretsky)
ἀναυξής: неспособный расти, не растущий (ἀ. καὶ ἄγονος Arst.; ἀ. καὶ ἄκαρπος Plut.).