ἀντίπτωμα
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
English (LSJ)
ατος, τό, A stumble against, LXXSi.34(31).29; accident, Ptol. Tetr.116, Paul.Al.N.3b.
German (Pape)
[Seite 260] τό, Gegenfall, Einsturz, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίπτωμα: -ατος, τό, πρόσκομμα, ἐν ὁδῷ ἀντιπτώματος μὴ πορεύου, δηλ. ἐν ᾗ δυνατὸν προσκόψῃς πρός τι, Ἑβδ. (Σειρὰχ λα΄, 34· λβ΄, 21): - δυστύχημα ἐκ τύχης, Ἰατρ.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
tropezón, accidente ἐν ὁδῷ ἀντιπτώματος μὴ πορεύου LXX Si.32.20, de borrachos ἐν ἐρεθισμῷ καὶ ἀντιπτώματι LXX Si.31.29, producido por la posición de los astros ἀντιπτώμασι ... ἢ ἀσθενείαις Ptol.Tetr.3.5.8, cf. Paul.Al.69.21.
Greek Monolingual
ἀντίπτωμα, το (Α) αντιπίπτω
1. πρόσκομμα, εμπόδιο
2. το ατύχημα.