ἀνωφέρεια
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, A motion upwards, opp. κατωφ., Alex.Aphr.Pr.1.92.
German (Pape)
[Seite 269] ἡ, die Bewegung nach oben; die Steilheit, Sp. Von
Greek (Liddell-Scott)
ἀνωφέρεια: ἡ, ἡ πρὸς τὰ ἄνω φορά, ἢ ἀνήφορος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κατωφέρεια, Ἀλεξ. Ἀφρ. Πρβλ. 1. 92.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 movimiento ascendenteop. κατωφέρεια Alex.Aphr.Pr.1.92.
2 proyección hacia arriba τοῦ φωτός Corp.Herm.16.8.3.
Greek Monolingual
η (Α ἀνωφέρεια)
η νεοελλ.
1. κλίση εδάφους προς τα επάνω
2. έδαφος με κλίση προς τα επάνω, ανήφορος
αρχ.
κίνηση προς τα επάνω.