ἐκτυλίσσω
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
English (LSJ)
A unfold, develop, ἕλικα Ti.Locr.97c.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτῠλίσσω: «ξετυλίζω», τὰν ἕλικα ἐκτυλίσσει Τίμ. Λοκρ. 97C.
Spanish (DGE)
1 desarrollar τὰν ἕλικα del curso solar, Ti.Locr.97c.
2 envolver con gasas el ombligo de un recién nacido, Aët.4.3.
Greek Monolingual
και ξετυλίγω (AM ἐκτυλίσσω)
ξετυλίγω, ξεδιπλώνω
αναπτύσσω κάτι τυλιγμένο
νεοελλ.
μέσ. εκτυλίσσομαι
(για αλληλοεξαρτημένα γεγονότα) αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι, παρουσιάζω διαδοχικές φάσεις.
Russian (Dvoretsky)
ἐκτῠλίσσω: развивать, развертывать (τὰν ἕλικα Plat.).