ἐκφλόγωσις
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
English (LSJ)
εως, ἡ, A upper part of a torch, D.S.17.115.
German (Pape)
[Seite 785] ἡ, das Verbrennen, D. Sic. 17, 115.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφλόγωσις: -εως, ἡ, ἐκπύρωσις, φλόξ, κατὰ μὲν τὴν λαβὴν... κατὰ δὲ τὴν ἐκφλόγωσιν Διόδ. 17, 115, Ἐπιφάν. Ι. 1120C, κτλ.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 llamade una antorcha, D.S.17.115.
2 incendio, combustión τοῦ ξηροῦ τε καὶ θερμοῦ Phlp.in Mete.36.6, τοῦ ὑπεκκαύματος Olymp.in Mete.37.1, τῆς νηός Eust.1049.38, cf. Sch.Hom.Il.1.50
•conflagración del fin del mundo, Meth.Res.1.47, cf. Epiph.Const.Haer.64.39.14.
Greek Monolingual
ἐκφλόγωσις, η (AM)
ανάφλεξη, εκπύρωση
αρχ.
1. το αντίθετο προς τη λαβή άκρο της δάδας, δηλ. αυτό που καίγεται
2. ιατρ. φλόγωση, φλεγμονή του σώματος (ολόκληρου ή μέρους του).
Russian (Dvoretsky)
ἐκφλόγωσις: εως ἡ зажигание, воспламенение Diod.