ἐμφέρβομαι
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
poet. ἐνιφ-, Pass., A feed in, σταθμοῖς Mosch.2.80.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφέρβομαι: ποιητ. ἐνιφ-, φέρβομαι, τρέφομαι ἔν τινι τόπῳ, καὶ γίγνετο ταῦρος οὐχ οἷος σταθμοῖς ἐνιφέρβεται (ἔνι φέρβεται Ahrens) Μόσχ. 2. 80.
Greek Monolingual
ἐμφέρβομαι και ποιητ. τ. ἐνιφέρβομαι (Α)
βόσκω μέσα σε κάτι.
Greek Monotonic
ἐμφέρβομαι: ποιητ. ἐνιφ-, Παθ., νέμομαι, τρέφομαι σε ένα μέρος, με δοτ., σε Μόσχ.