ἐμποδοστάτης

From LSJ
Revision as of 17:52, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμποδοστᾰτης Medium diacritics: ἐμποδοστάτης Low diacritics: εμποδοστάτης Capitals: ΕΜΠΟΔΟΣΤΑΤΗΣ
Transliteration A: empodostátēs Transliteration B: empodostatēs Transliteration C: empodostatis Beta Code: e)mpodosta/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (στῆναι)    A in the way, ib.1 Ch.2.7, Suid.

German (Pape)

[Seite 815] ὁ, im Wege stehend, hindernd, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμποδοστάτης: -ου, ὁ, (στῆναι) ὁ μεταξὺ τῶν ποδῶν ἄλλου ἱστάμενος, ὁ ἐμποδίζων, Ἑβδ. (Α Παραλειπ. Β΄, 7), Σουΐδ., Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ que obstaculiza, que es un estorbo o perturbación Αχαρ ὁ ἐ. Ισραηλ Acar, que fue un obstáculo para Israel LXX 1Pa.2.7, cf. Sud.

Greek Monolingual

ἐμποδοστάτης, ο (Α)
1. αυτός που βρίσκεται ή παρεμβάλλεται μέσα στα πόδια άλλου, που αποτελεί εμπόδιο
2. θορυβοποιός, ταραξίας.