ἐναποτίνω
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
English (LSJ)
A pay or spend in litigation in a place, πόλις κοινὴ ἐναποτεῖσαι Χρήματα Ar.Av.38.
German (Pape)
[Seite 828] (s. τίνω), darin als Buße (Proceßkosten) abzahlen, ἐναποτῖσαι χρήματα Ar. Av. 38.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναποτίνω: δαπανῶ εἰς δίκας ἔν τινι τόπῳ, πόλιν … πᾶσι κοινὴν ἐναποτῖσαι χρήματα, «παρ’ ὑπόνοιαν ἀντὶ τοῦ ἐμβιῶναι καὶ ἐνοικεῖν εἶπεν ἐναποτῖσαι χρήματα, εἰς τὸ φιλόδικον τῶν Ἀθηναίων, ὅτι συκοφαντούμενοι οἱ πολλοὶ ἀπέτινον χρήματα» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 38.
French (Bailly abrégé)
payer en échange.
Étymologie: ἐν, ἀποτίνω.
Spanish (DGE)
pagar ἐναποτεῖσαι χρήματα pagar multas Ar.Au.38.
Greek Monolingual
ἐναποτίνω (Α)
καταβάλλω, πληρώνω για δαπάνες δίκης.
Greek Monotonic
ἐναποτίνω: μέλ. -τίσω [ῑ], πληρώνω έξοδα δίκης, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐναποτίνω: (ῑ) (в качестве судебных издержек) уплачивать, растрачивать (χρήματα Arph.).