ἐννεκρόομαι
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
Pass., A die in, ταῖς γαλήναις Plu.2.792b.
German (Pape)
[Seite 847] pass., darin getödtet werden, sterben, τινί, Plut. an seni 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννεκρόομαι: νεκροῦμαι ἐν., ὥσπερ οἱ σπόγγοι ταῖς γαλήναις ἐννεκρωθεὶς Πλούτ. 792Β.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
faire mourir dans, τινι.
Étymologie: ἐν, νεκρός.
Spanish (DGE)
convertirse en un cuerpo sin vida, perder la actividad vital c. dat. ὥσπερ οἱ σπόγγοι ταῖς γαλήναις ἐννεκρωθείς fig. ref. a Lúculo, Plu.2.792b, del que va a recibir el bautismo ὡς ζησόμενος βαπτισθῆναι καὶ ἐννεκρωθῆναι τῷ ὕδατι Gr.Naz.M.36.236C.
Russian (Dvoretsky)
ἐννεκρόομαι: (в чем-л.) умирать (ταῖς γαλήναις ἐννεκρωθείς Plut.).
Greek Monolingual
ἐννεκροῦμαι, ἐννεκρόομαι (Α) νεκρούμαι
νεκρώνομαι, απονεκρώνομαι μέσα σε κάτι, πεθαίνω.