ἐπίλευκος
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
ον, A white on the surface, whitish, Thphr.HP3.7.5.
German (Pape)
[Seite 957] obenauf weiß, weißlich, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίλευκος: -ον, λευκὸς κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, ἀσπρουδερός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 5.
Greek Monolingual
ἐπίλευκος, -ον (Α)
υπόλευκος, αυτός που ασπρίζει στην επιφάνεια.