ἐπαναγορεύω

From LSJ
Revision as of 19:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανᾰγορεύω Medium diacritics: ἐπαναγορεύω Low diacritics: επαναγορεύω Capitals: ΕΠΑΝΑΓΟΡΕΥΩ
Transliteration A: epanagoreúō Transliteration B: epanagoreuō Transliteration C: epanagoreyo Beta Code: e)panagoreu/w

English (LSJ)

   A proclaim publicly:—impers. in Pass., ἐπαναγορεύεται proclamation is made, Ar.Av.1071.

German (Pape)

[Seite 899] laut verkündigen, Ar. Av. 1071.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανᾰγορεύω: ἀναγορεύω, διακηρύττω δημοσίᾳ· - ἀπρόσωπ. ἐν τῷ Παθ. ἐπαναγορεύεται, γίνεται προκήρυξις, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1072.

French (Bailly abrégé)

publier, proclamer hautement.
Étymologie: ἐπί, ἀναγορεύω.

Greek Monolingual

ἐπαναγορεύω (Α)
1. αναγορεύω, διακηρύσσω δημόσια
2. απρόσ. ἐπαναγορεύεται
γίνεται προκήρυξη («ἐπαναγορεύεται, ἤν ἀποκτείνη τις ὑμῶν Διαγόραν τὸν Μήλιον, λαμβάνειν τάλαντον», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ἐπανᾰγορεύω: διακηρύσσω δημόσια· απρόσ. στην Παθ. ἐπαναγορεύεται, γίνεται προκήρυξη, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαναγορεύω: объявлять, оповещать, pass. быть объявляемым Arph.

Middle Liddell


to proclaim publicly:—impers. in Pass., ἐπαναγορεύεται proclamation is made, Ar.