ἐπιθέτης
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
English (LSJ)
ου, ὁ, A plotter, impostor, Luc.Trag.172, Sm.Ps.1.1, Ptol.Tetr.165, Vett.Val. 16.11. II. official of a religious association, IG3.1280a.
German (Pape)
[Seite 942] ὁ, der Nachsteller, der Widersacher, auch der Betrüger, Sp.; Luc. Tragod. 171; K. S.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
imposteur.
Étymologie: ἐπιτίθημι.
Greek Monolingual
ἐπιθέτης, ὁ (AM) επιτίθημι
απατεώνας
αρχ.
λειτουργός θρησκευτικού σωματείου.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθέτης: ου ὁ обманщик, плут Luc.