ἐρασίμολπος

From LSJ
Revision as of 22:03, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρᾰσίμολπος Medium diacritics: ἐρασίμολπος Low diacritics: ερασίμολπος Capitals: ΕΡΑΣΙΜΟΛΠΟΣ
Transliteration A: erasímolpos Transliteration B: erasimolpos Transliteration C: erasimolpos Beta Code: e)rasi/molpos

English (LSJ)

[ῐ], ον,    A delighting in song, of Thalia, Pi.O.14.15.

German (Pape)

[Seite 1017] gesangliebend, Thalia, Pind. Ol. 14, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρᾰσίμολπος: -ον, ὁ τερπόμενος εἰς τὰς μολπάς, τὰ ᾄσματα. περὶ τῆς Θαλείας, Πινδ. Ο. 14. 22.

English (Slater)

ἐρᾰςῐμολπος, -ον
   1 loving song Θαλία τε ἐρασίμολπε (O. 14.16)

Greek Monolingual

ἐρασίμολπος, -ον (Α)
αυτός που αγαπά τη μολπή, το τραγούδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος < έραμαι + μολπή (< μέλπω «τραγουδώ»), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. μέλπ-].

Russian (Dvoretsky)

ἐρᾰσίμολπος: песнелюбивая (эпитет Талии) Pind.