ἱμάω
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
English (LSJ)
Att. inf. A ἱμῆν Phot.:—draw up, esp. water from a well, Ath.8.352a; κάδῳ Orib.Eup.1.1.2:—Pass., to be tapped of, yield, γάλα Arist.HA522b12, PA688b10. (From ἱμάς 2f, acc. to Ael.Dion. Fr.211; ἱμάω has ῑ (v. καθιμάω), like ἱμονιά, ἱμανήθρη, but ἱμαῖος has ῐ.)
Greek (Liddell-Scott)
ἱμάω: Ἀττ. ἀπαρ. ἱμῆν, Φώτ.· (ἱμάς)· ― ἀνασύρω, ἀντλῶ, ἰδίως ὕδωρ ἐκ φρέατος, Ἀθήν. 352Α. ― Μέσ., ῥοφῶ, ἐκμυζῶ, γάλα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 21, 2, π. Ζ. Μορ. 4. 10, 38.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 tirer de l’eau d’un puits;
2 p. anal. traire du lait.
Étymologie: ἱμάς.
Greek Monolingual
ἱμάω (Α)
1. (κυρίως για νερό πηγαδιού) αντλώ, ανασύρω
2. θηλάζω, απομυζώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ἱμάς, -άντος και προέρχεται από ἱμᾶ (πρβλ. ιμάντας)].
Russian (Dvoretsky)
ἱμάω: (ῐ) вытягивать, тянуть, извлекать, med. выдаивать (πλέον γάλα Arst.).
Frisk Etymological English
Meaning: draw with a rope
See also: s. ἱμάς.
Frisk Etymology German
ἱμάω: {himáō}
Grammar: v.
Meaning: an einem Seil ziehen
See also: s. zu ἱμάς.
Page 1,725