ὀνήμενος
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
ὄνησα, ὀνήσει, A v. ὀνίνημι.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνήμενος: ὄνησα, ὀνήσει, ἴδε τὸ ῥῆμα ὀνίνημι.
French (Bailly abrégé)
v. ὀνίνημι.
English (Autenrieth)
see ὀνίνημι.
Greek Monotonic
ὀνήμενος: μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του ὀνίνημι· ὄνησα, Επικ. αόρ. αʹ αντί ὤνησα· ὄνησο, προστ. αορ. βʹ· ὀνήσω, μέλ.
Russian (Dvoretsky)
ὀνήμενος: part. med. к ὀνίνημι.