ὀνείρειος

From LSJ
Revision as of 00:05, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνείρειος Medium diacritics: ὀνείρειος Low diacritics: ονείρειος Capitals: ΟΝΕΙΡΕΙΟΣ
Transliteration A: oneíreios Transliteration B: oneireios Transliteration C: oneireios Beta Code: o)nei/reios

English (LSJ)

α, ον,    A of dreams, ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν Od.4.809 ; ἐν πύλαις ὀνειρείαις Babr.30.8.

German (Pape)

[Seite 345] zum Traume gehörig, ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν, an den Thoren der Träume, Od. 4, 809.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne les songes.
Étymologie: ὄνειρος.

English (Autenrieth)

ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν, at the gates of dreams, Od. 4.809†.

Greek Monolingual

ὀνείρειος, -εία, -ον (Α) όνειρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όνειρο ή αυτός που εμφανίζεται σε όνειρο.

Greek Monotonic

ὀνείρειος: -α, -ον (ὄνειρος), ονειρικός, αυτός που ανήκει στη σφαίρα του ονείρου, ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσι, στις πύλες των ονείρων, σε βαθύ ύπνο, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀνείρειος: ведущий в царство или из царства сновидений (πύλαι Hom.).

Middle Liddell

ὀνείρειος, η, ον ὄνειρος
dreamy, of dreams, ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσι at the gates of dreams, Od.