ὀξύγοος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον, A shrill-wailing, λιταί A.Th.320 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 352] hell, laut klagend, λιταί, Aesch. Spt. 802.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύγοος: -ον, ὁ ὀξέως γοῶν, θρηνῶν, λιταὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 320.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
accompagné de gémissements aigus, perçants.
Étymologie: ὀξύς, γόος.
Greek Monolingual
ὀξύγοος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που φωνάζει ή θρηνεί γοερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -γοος (< γοώ), πρβλ. αβρό-γοος].
Greek Monotonic
ὀξύγοος: -ον, αυτός που θρηνεί με οξεία, τσιριχτή φωνή, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὀξύγοος: (ῠ) сопровождаемый воплями, громко стонущий (λιταί Aesch.).