κότε
From LSJ
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
κοτέ, Ion.for πότε, ποτέ.
German (Pape)
[Seite 1493] u. κοτέ, ion. = πότε u. ποτέ.
French (Bailly abrégé)
ion. c. πότε.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κότε: κοτέ, Ιων. αντί πότε, ποτέ.
Russian (Dvoretsky)
κότε: ион. = πότε.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κότε en κοτέ Ion. voor πότε en ποτέ.