πονηρεύομαι
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
English (LSJ)
A to be in a bad state, Hp.Coac.194; πονηρευόμενα ἕλκη malignant ulcers, Dsc.1.106, cf. Ruf. ap. Orib.45.30.31. II act wickedly, play the knave, Heraclit.125a, Arist.Rh.1411a17, Men. Epit.133; οἱ πεπονηρευμένοι D.19.32, cf. Phld.Rh.1.43 S., Plu.Cat.Ma. 9, etc.: c. dat., towards or against…, Thd.Su.61: with Preps., ἐν τοῖς προφήταις LXX 1 Ch.16.22; κατ' ἐμοῦ Thd.Su.43: also c. acc., τινα LXX Ec.7.22(23); intend maliciously, c. inf., ib.De.19.19; τοῦ ἀποκτεῖναί τινα ib.Ge.37.18, al.
German (Pape)
[Seite 680] dep. med., schlecht, schlimm, böse sein, im physischen Sinne, Hippocr.; übertr., Arist. ἐκεῖνον ἐπιτρίτων τόκων πονηρεύεσθαι, rhetor. 3, 10, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πονηρεύομαι: ἀποθ., εὑρίσκομαι ἐν κακῇ καταστάσει, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 173, ἴδε Foës. Oecon. ΙΙ. εἶμαι κακός, ἐνεργῶ κακῶς, φέρομαι πανούργως, Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, 7· οἱ πεπονηρευμένοι Δημ. 351. 9· πρβλ. Πλουτ. Κάτ. Πρεσβύτ. 9, κτλ.
French (Bailly abrégé)
se conduire mal, agir méchamment.
Étymologie: πονηρός.
Greek Monotonic
πονηρεύομαι: αποθ., είμαι κακός, ενεργώ με πανουργία, φέρομαι ως απατεώνας, σε Αριστ.· οἱ πεπονηρευμένοι, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
πονηρεύομαι: дурно поступать, мошенничать: οἱ πεπονηρευομένοι Dem. и οἱ πονηρευόμενοι Plut. мошенники, плуты.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πονηρεύομαι [πονηρός] er slecht aan toe zijn. Hp. zich slecht gedragen.
Middle Liddell
πονηρεύομαι,
Dep. to be evil, act wickedly, play the rogue, Arist.; οἱ πεπονηρευμένοι Dem.