ἀγχίτοκος
From LSJ
Ἀκμὴ τὸ σύνολον οὐδὲν ἄνθους διαφέρει → Nil flore differt vegetus aetatis vigor → Des Lebens Blüte ist ganz wie der Blume Pracht
Greek (Liddell-Scott)
ἀγχίτοκος: -ον, πλησίον τοῦ τόκου, ἀγχ. ὠδῖνες, οἱ πόνοι τοῦ τοκετοῦ, Πινδ. Ἀπ. 58. 5· ἐπὶ γυναικός, ἡ ἐν τοῖς πόνοις τοῦ τοκετοῦ, ἑτοιμόγεννος, Ἀνθ. Π. 7. 462.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sur le point d’enfanter.
Étymologie: ἄγχι, τίκτω.
English (Slater)
ἀγχίτοκος, -ον
1 near the time of birth ἁ Κοιογενὴς ὠδίνεσσι θυίοισ' ἀγχιτόκοις fr. 33d. 4.
Greek Monotonic
ἀγχίτοκος: -ον (τίκτω), αυτός που βρίσκεται κοντά στους πόνους του τοκετού· ἀγχίτοκοι ὠδῖνες, οξείς πόνοι, ωδίνες τοκετού, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγχίτοκος:
1) близкая к родам (sc. γυνή Anth.);
2) родовой, испытываемый при родах (ὠδῖνες Pind.).