δαιμονιοπληξία
From LSJ
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
English (LSJ)
ἡ, v. δαιμονιόπληκτος, Ptol. Tetr. 170, Petas. ap. Olymp.Alch. p. 95 B.
German (Pape)
[Seite 514] ἡ, der Zustand des vorigen, Sp.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): δαιμονο- Petasius en Olymp.Alch.97.17
estado de posesión por un espíritu maligno, Ptol.Tetr.3.15.5, Petasius l.c., Olymp.Alch.95.20.
Greek Monolingual
δαιμονιοπληξία, η (AM) δαιμονιόπληκτος
το να έχει κάποιος χτυπηθεί από δαιμόνιο.