νυκτιλάλος
From LSJ
ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days
English (LSJ)
[ᾰ], ον, A nightly-sounding, κιθάρη AP7.29 (Antip. Sid.).
Greek (Liddell-Scott)
νυκτῐλάλος: -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα λαλῶν, ἠχῶν, κιθάρα Ἀνθ. Π. 7. 29.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui résonne la nuit.
Étymologie: νύξ, λαλέω.
Greek Monolingual
-ο (Α νυκτιλάλος, -ον)
αυτός που λαλεί ή ηχεί κατά τη νύχτα («νυκτιλάλος κιθάρη», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + λάλος (πρβλ. θρηνο-λάλος)].
Greek Monotonic
νυκτῐλάλος: [ᾰ], -ον, αυτός που λαλεί, ηχεί τη νύχτα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
νυκτῐλάλος: (ᾰ) лепечущий в ночную пору (κιθάρη Anth.).