ὑάλεος

From LSJ
Revision as of 10:10, 6 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to "$1")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑάλεος Medium diacritics: ὑάλεος Low diacritics: υάλεος Capitals: ΥΑΛΕΟΣ
Transliteration A: hyáleos Transliteration B: hyaleos Transliteration C: yaleos Beta Code: u(a/leos

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον, (ὕαλος) A = ὑάλινος, of glass, κύλιξ AP6.33 (Maec.); ὄψις glass-coloured, ib.12.249 (Strat.):—contr. ὑᾰλοῦς, ῆ, οῦν, of glass, ὑαλᾶ σκεύη Str.4.5.3; ἐκπώματα Luc.Hist.Conscr.25; λάγυνοι POxy.1294.6 (ii/iii A. D.); also ὑελοῦς, ῆ, οῦν, Hippoloch. ap. Ath.4.129d, Antyll. ap. Orib.7.16.13, Sor.Fract.2, PFay.104.1 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1168] zsgzgn ὑαλοῦς, ῆ, οῦν, gläsern, von Glas; ὑαλᾶ σκεύη, Strab. 4, 5, 3; D. C. 57, 21 u. Anth.; auch = wie Glas durchsichtig. – [Bei Ep. in der Vershebung auch mit langer Anfangssylbe, Qu. Maec. 7 (VI, 33) Strat. 88 (XII, 249).]

Greek (Liddell-Scott)

ὑάλεος: [ᾰ], -α, -ον, (ὕαλος) = ὑάλινος, ὁ ἐξ ὑάλου, κύλιξ Ἀνθ. Π. 6. 33· ὄψις, ὡς ὕαλος, λαμπρά, αὐτός, 12, 249· - συνῃρ. ὑαλοῦς, ῆ, οῦν, ὑάλινος, «γυαλένιος», ὑαλᾶ σκεύη Στράβ. 200· ἐκπώματα ὑαλᾶ Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 25· ὡσαύτως ὑελοῦς, ῆ, οῦν, Ἱππόλοχος παρ’ Ἀθην. 129D, Κλήμ. Ἀλ. 191· ἴδε ἐν λέξ. ὕαλος.

Greek Monolingual

-έα, -ον, Α
βλ. ὑαλοῡς.

Greek Monotonic

ὑάλεος: [ᾰ], -α, -ον (ὕαλος), = ὑάλινος, αυτός που είναι φτιαγμένος από γυαλί, σε Ανθ.· συνηρ. ὑαλοῦς, -ᾶ, -οῦν, γυάλινος, σε Στράβ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑάλεος: стяж. ὑαλοῦς 3 (ῠᾱ, в Anth. ῡ)
1) стеклянный, прозрачный (ἐκπώματα Luc.; κύλιξ Anth.);
2) ясный, светлый, нежный (παιδὸς ὄψις Anth.).

Middle Liddell

ὑά˘λεος, η, ον ὕαλος = ὑάλινος
of glass, Anth.: —contr. ὑαλοῦς, ᾶ, οῦν, of glass, Strab., Luc.