ἐξείργω
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
Att. for ἐξέργω (q.v.).
German (Pape)
[Seite 875] ion. ἐξέργω (s. εἴργω), ausschließen; χρόνου γὰρ ἄν σοι καιρὸν ἐξείργοι λόγος Soph. El. 1284, wo der Schol. ἀφαιρεῖται τὴν εὐκαιρίαν ἡ ἀδολεσχία erkl.; τῶνδ' οὐδὲν ἐξείργει νόμος Eur. Andr. 176; ἐκ τῶν ἱερῶν Lys. 6, 16; ἐξ ἀγορᾶς Plat. Legg. XI, 936 c, den Zutritt dazu verwehren; τινὰ θύραζε Ar. Ach. 825; übh. verhindern, verbieten, πολέμοις, τῷ νόμῳ ἐξείργοντο, Thuc. 1, 118. 3, 70; ἢν ἐξείργωνται πάντων, falls sie von Allem abgeschnitten werden sollten, 2, 13, vgl. δίκης νομίμου Plut. Rom. 23; πληγαῖς ἐξείργων τοὺς θυμῷ φιλοφρονουμένους Plat. Legg. XI, 935 c; – ὑπὸ τοῦ νόμου ἐξεργόμενος, vom Gesetz eingeschlossen, gezwungen, Her. 9, 111, wie ἀναγκαίῃ ἐξεργόμενος 7, 96. 139.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξείργω: Ἀττ., ἀντὶ τοῦ ἐξέργω, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
1 écarter, exclure, repousser : τινά qqn ; ἐκ τῶν ἱερῶν LYS exclure des sacrifices;
2 exclure, empêcher : τι qch ; Pass. ὑπό τινος, τινι être empêché par qch.
Étymologie: ἐξ, εἴργω.
2contraindre, forcer ; Pass. être contraint.
Étymologie: ἐξ, εἵργω.
Greek Monolingual
βλ. εξέργω.
Greek Monotonic
ἐξείργω: Αττ. αντί ἐξέργω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξείργω:
I
1) изгонять (τινὰ θύραζε Arph.; πληγαῖς τινα Plat.; τὰ λῃστήρια τῆς θαλάσσης Plut.);
2) закрывать доступ, не допускать (τινὰ τῆς ἀγορᾶς Plat.; ἐκ τῶν ἱερῶν Lys.): χρόνου καιρὸν ἐ. τινί Soph. лишать кого-л. удобного случая (действовать); ἐξείργεσθαι τοῦ λέγειν Plut. быть лишенным права выступать (на собраниях);
3) запрещать, мешать (τῶνδ᾽ οὐδὲν ἐξείργει νόμος Eur.; πολέμοις οἰκείοις ἐξειργόμενοι Thuc.): ὅταν μὴ ἡ ὥρα τοῦ ἔτους ἐξείργῃ Xen. если не препятствует время года.
II ион. ἐξέργω заставлять, принуждать, pass. быть вынужденным (ἀναγκαίῃ Her.; ὑπὸ τοῦ νόμου Her. и τῷ νόμῳ Thuc.).