εὐμίσητος
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
[ι], ον, A well-hated, in Sup., X.Cyr.3.1.9, Longin.Rh. p.198 H.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμίσητος: ῑ, ον, ἀξιομίσητος, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 9, ἐν τῷ Ὑπερθ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait détestable;
Sp. εὐμισητότατος.
Étymologie: εὖ, μισέω.
Greek Monotonic
εὐμίσητος: [ῑ], -ον, αξιομίσητος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εὐμίσητος: (ῑ) глубоко ненавистный Xen.