σταδιαῖος

From LSJ
Revision as of 09:40, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰδιαῖος Medium diacritics: σταδιαῖος Low diacritics: σταδιαίος Capitals: ΣΤΑΔΙΑΙΟΣ
Transliteration A: stadiaîos Transliteration B: stadiaios Transliteration C: stadiaios Beta Code: stadiai=os

English (LSJ)

α, ον, (στάδιον) A a stade long, deep, or high, σ. βάθος Plb. 34.11.14; ὁ σ. δρόμος D.H.7.73; πυραμίδες σταδιαῖαι τὸ ὕψος D.S.1.52; διφθέραι σ. τοῖς μεγέθεσιν Ath.12.539c:—v. σταδαῖος.

German (Pape)

[Seite 926] das Maaß eines Stadion habend; βάθος, Pol. 34, 11, 14; τόπος, Apolld. 3, 9, 1; a. Sp. – Bei Themist. auch = σταδαῖος.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰδιαῖος: -α, -ον, (στάδιον) ὁ ἔχων μῆκος, πλάτοςὕψος ἐνὸς σταδίου, στ. βάθος Πολύβ. 34. 11, 14˙ ὁ στ. δρόμος Διον. Ἁλ. 7. 73˙ πυραμίδες σταδιαῖαι τὸ ὕψος Διόδ. 1. 52˙ διφθέραι στ. τοῖς μεγέθεσιν Ἀθήν. 539C.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de l’étendue (longueur, largeur, etc.) d’un stade.
Étymologie: στάδιον.

Greek Monolingual

-αία, -ον, ΜΑ
αυτός που έχει μήκος, πλάτος ή ύψος ενός σταδίου (α. «τὸ τῆς ἡλικίας σταδιαῑον», Νικ. Χων.
β. «καθ' οὗ βάθος εἶναι τὸ μέχρι θαλάττης σταδιαῑον», Πολ.
γ. «πυραμίδες σταδιαῑαι τὸ ὕψος», Διόδ.
δ. «σταδιαῑος δρόμος», Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάδιον + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. σταγον-ιαῖος)].

Russian (Dvoretsky)

στᾰδιαῖος: размером в один стадий (βάθος Polyb.): σ. τὸ ὕψος Diod. имеющий один стадий в вышину.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταδιαῖος -α -ον [στάδιον] alleen in. μάχη σταδιαία gevecht van man tegen man (in het gelid) Luc. 33.40.