συνάγχη

From LSJ
Revision as of 12:01, 22 March 2021 by Spiros (talk | contribs)

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάγχη Medium diacritics: συνάγχη Low diacritics: συνάγχη Capitals: ΣΥΝΑΓΧΗ
Transliteration A: synánchē Transliteration B: synanchē Transliteration C: synagchi Beta Code: suna/gxh

English (LSJ)

ἡ, (ἄγχω) a kind of A sore throat, Demad. ap. Poll.7.104, Plu.Dem.25, Aret.CA1.7, Favorin. in PVat.11.5.39, etc.; cf. κυνάγχη.

German (Pape)

[Seite 996] ἡ, Entzündung der innern Muskeln des Schlundes, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

συνάγχη: ἡ, (ἄγχω) ὡς καὶ νῦν, εἶδος φλεγμονῆς τοῦ λάρυγγος, κοινῶς «συνάχι», Δημάδ. παρὰ Πολυδ. Ζϳ, 104, Πλούτ. κλπ.· ἴδε ἐν λ. κυνάγχη.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
είδος καταρροϊκής φλεγμονής της μύτης ή του φάρυγγα, ρινικός κατάρρους, το συνάχι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -άγχη (< ἄγχω «πνίγω»), πρβλ. κυν-άγχη, στηθ-άγχη].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνάγχη -ης, ἡ [σύν, ἄγχω] keelontsteking.

Russian (Dvoretsky)

συνάγχη: ἡ воспаление горла или ангина Plut., Luc.