συνάγχη
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
English (LSJ)
ἡ, (ἄγχω) a kind of A sore throat, Demad. ap. Poll.7.104, Plu.Dem.25, Aret.CA1.7, Favorin. in PVat.11.5.39, etc.; cf. κυνάγχη.
German (Pape)
[Seite 996] ἡ, Entzündung der innern Muskeln des Schlundes, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
συνάγχη: ἡ, (ἄγχω) ὡς καὶ νῦν, εἶδος φλεγμονῆς τοῦ λάρυγγος, κοινῶς «συνάχι», Δημάδ. παρὰ Πολυδ. Ζϳ, 104, Πλούτ. κλπ.· ἴδε ἐν λ. κυνάγχη.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
είδος καταρροϊκής φλεγμονής της μύτης ή του φάρυγγα, ρινικός κατάρρους, το συνάχι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -άγχη (< ἄγχω «πνίγω»), πρβλ. κυν-άγχη, στηθ-άγχη].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνάγχη -ης, ἡ [σύν, ἄγχω] keelontsteking.
Russian (Dvoretsky)
συνάγχη: ἡ воспаление горла или ангина Plut., Luc.