νεμεσώ

From LSJ
Revision as of 11:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source

Greek Monolingual

νεμεσῶ, -άω (ΑΜ, Α και νεμεσσῶ, -άω)
1. (συν. για τους θεούς) αισθάνομαι δίκαιη οργή και αγανάκτηση για την παρά την αξία κάποιου ευτυχία ή δυστυχία του («τῷ δὲ θεοὶ νεμεσῶσι καὶ ἄλγεα δῶκαν ὀπίσσω», Ησίοδ.)
2. (για ανθρώπους) οργίζομαι με κάποιον ή με κάτι («νεμεσῶσί τε μάλιστα αὖ τοῑς εἰς ὀρφανὰ καὶ ἔρημα ὑβρίζουσι», Πλάτ.)
3. (για την τύχη) φθονώ, ζηλεύω («τὰς εὐπραγίας ἡ τύχη τισὶ ἐνεμέσηστε», Ιώσ.)
4. μέσ. νεμεσῶμαι, -άομαι
α) (με ενεργ. σημ.) αγανακτώ
β) θεωρώ κάτι κακό, απρεπές, αποστρέφομαι κάτι
γ) αισθάνομαι ντροπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέμεσις, κατά τα ρ. σε -άω. Ο τ. με δύο -σσ- οφείλεται σε μετρικούς λόγους].