Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σύγκραση

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

Greek Monolingual

η / σύγκρασις -άσεως ΝΑ, και ιων. τ. σύγκρησις, -ήσεως, Α συγκεράννυμι
1. η ενέργεια του συγκεράννυμι, σύμμιξη, ανάμιξη
2. εκκλ. η ένωση με τον θεό
αρχ.
1. σύνθεση («οὐ θνητός, οὐδ' ἀθάνατος, ἀλλ' ἔχων τινὰ σύγκρασιν», Άλεξ.)
2. αστρον. ο συνδυασμός τών επιδράσεων τών ουράνιων σωμάτων
3. φρ. α) «ὁ καιρὸς τῆς συγκράσεως» — η στιγμή κατά την οποία το έδεσμα δεν είναι ούτε πολύ θερμό ούτε πολύ ψυχρό (Αλεξ.)
β) «ἡ σύγκρασις τοῡ ἔτους» — εποχή, κλίμα του έτους (Διοσκ.)
γ) «ἡ εἰς τοὺς ὀλίγους καὶ τοὺς πολλοὺς σύγκρασις» — κράμα ολιγαρχίας και δημοκρατίας (Θουκ.).

Greek Monolingual

η / σύγκρασις -άσεως ΝΑ, και ιων. τ. σύγκρησις, -ήσεως, Α συγκεράννυμι
1. η ενέργεια του συγκεράννυμι, σύμμιξη, ανάμιξη
2. εκκλ. η ένωση με τον θεό
αρχ.
1. σύνθεση («οὐ θνητός, οὐδ' ἀθάνατος, ἀλλ' ἔχων τινὰ σύγκρασιν», Άλεξ.)
2. αστρον. ο συνδυασμός τών επιδράσεων τών ουράνιων σωμάτων
3. φρ. α) «ὁ καιρὸς τῆς συγκράσεως» — η στιγμή κατά την οποία το έδεσμα δεν είναι ούτε πολύ θερμό ούτε πολύ ψυχρό (Αλεξ.)
β) «ἡ σύγκρασις τοῡ ἔτους» — εποχή, κλίμα του έτους (Διοσκ.)
γ) «ἡ εἰς τοὺς ὀλίγους καὶ τοὺς πολλοὺς σύγκρασις» — κράμα ολιγαρχίας και δημοκρατίας (Θουκ.).