λεπτολογώ

From LSJ
Revision as of 07:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

-έω και -άω (AM λεπτολογῶ, -έω) λεπτολόγος
εξετάζω κάτι με κάθε λεπτομέρεια και με πολλή ακρίβεια, εξονυχίζω, ψιλολογώ, ψιλοκοσκινίζω («μην τά λεπτολογείς πολύ τα πράγματα, γιατί δεν υπάρχει λόγος»)
μσν.
διηγούμαι ή περιγράφω κάτι με λεπτομέρειες, με ακρίβεια
αρχ.
μέσ. λεπτολογοῡμαι, -έομαι) εξετάζω κάτι σοφιστικά.