παραμυθούμαι
From LSJ
κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king
Greek Monolingual
-έομαι και παραμυθώ, -έω / παραμυθοῡμαι, -έομαι, ΝΜΑ
καταπραΰνω τον σωματικό ή ψυχικό πόνο κάποιου με λόγια ή με πράξεις, παρηγορώ
μσν.-αρχ.
ελαττώνω, μειώνω
αρχ.
1. προτρέπω, παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι
2. δίνω θάρρος σε κάποιον με τα λόγια μου, ενθαρρύνω, συμβουλεύω
3. μετριάζω («τὸ τῆς μοναρχίας ὄνομα παραμυθούμενος», Πλούτ.)
4. θέτω εκτός, παραμερίζω
5. απαλλάσσω, συγχωρώ
6. υποστηρίζω κάποια θέση
7. διασαφηνίζω, εξηγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μυθοῦμαι (< μῦθος)].