οικίζω
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
Greek Monolingual
(Α οἰκίζω) οίκος
κτίζω, ιδρύω συνοικισμό ή αποικία και εγκαθιστώ αποίκους
νεοελλ.
εγκαθιστώ κάποιον σε οικία, παρέχω σε κάποιον κατοικία
αρχ.
1. στέλνω σε ήδη κατοικημένη χώρα εποίκους
2. παθ. εγκαθίσταμαι κάπου, πηγαίνω κάπου για διαμονή («Τυδεὺς ἐν Ἄργει ξεῑνος ὢν οἰκίζεται», Σοφ.)
3. οικώ, κατοικώ
4. μτφ. μεταφέρω κάποιον ή κάτι («τὸν μὲν ἀφ' ὑψηλῶν βραχύν ᾤκισε», Ευρ.).