ὀϊζύω

From LSJ
Revision as of 13:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Καλῶς πένεσθαι μᾶλλον (κρεῖττον) ἢ πλουτεῖν κακῶς → Inopia honesta potior opipus improbis → In Ehren arm ist besser als unehrlich reich

Menander, Monostichoi, 300
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀϊζύω Medium diacritics: ὀϊζύω Low diacritics: οϊζύω Capitals: ΟΪΖΥΩ
Transliteration A: oïzýō Transliteration B: oizyō Transliteration C: oizyo Beta Code: o)i+zu/w

English (LSJ)

aor. ὀΐζῡσα, A wail, mourn, ἀλλ' αἰεὶ περὶ κεῖνον ὀΐζυε (imper.) Il.3.408. II c. acc. rei, suffer, ἧς εἵνεκ' ὀϊζύομεν κακὰ πολλά 14.89 : abs., to be miserable or suffer, ὀϊζύσας ἐμόγησεν Od.4.152, 23.307. [υ of pres. short in Hom., long in A.R. 4.1324, 1374 ; in aor. always long.]

German (Pape)

[Seite 298] att. οἰζύω (οἴ), wehklagen, jammern, περί τινα, Il. 3, 108; – trans., Weh, Elend erdulden, ἧς εἵνεκ' ὀϊζύομεν κακὰ πολλά, Il. 14, 89, ὅσα τ' αὐτὸς όϊζύσας ἐμόγησεν, Od. 23, 307, vgl. 4, 152; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 1324. 1374, an welchen Stellen υ im praes. lang ist, wie immer im fut. u. aor.; das υ des praes. bei Hom. ist kurz.

Greek (Liddell-Scott)

ὀϊζύω: ἀόρ. ὀΐζῡσα˙ ― θρηνῶ, κλαίω, πενθῶ, ἀλλ’ ἀεὶ περὶ κεῖνον ὀΐζυε (προστ.) Ἰλ. Γ. 408. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγματος, ὑποφέρω, πάσχω, ἧς εἵνεκ’ ὀϊζύομεν κακὰ πολλὰ Ξ. 89˙ ἀπόλ., εἶμαι ἐλεεινός, ἄθλιος, ἢ πάσχω, ὀϊζύσας ἐμόγησεν Ὀδ. Δ. 152, Ψ. 307. [υ τοῦ ἐνεστ. βραχὺ παρ’ Ὁμ., μακρὸν δὲ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 1324, 1374˙ ἐν τῷ ἀορ. ἀείποτε μακρόν].

French (Bailly abrégé)

1 se lamenter : περί τινα, sur qqn;
2 souffrir : τι, qch ; τινος εἵνεκα IL à cause de qqn.
Étymologie: οἰζύς.

Greek Monolingual

ὀϊζύω (Α) οϊζύς
(ποιητ. τ.)
1. θλίβομαι, θρηνώ, κλαίω, πενθώ («ἀλλ' ἀεὶ περὶ κεῑνον ὀΐζυε», Ομ. Ιλ.)
2. υποφέρω από κάτι, υφίσταμαι κάτι («ἧς εἵνεκ' ὀϊζύομεν πολλὰ κακά», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

ὀϊζύω: αόρ. αʹ ὀΐζῦσα·
I. ολοφύρομαι, πενθώ, θρηνώ, κλαίω, περὶ κεῖνον ὀΐζυε (προστ.), σε Ομήρ. Ιλ.
II. με αιτ. πράγμ., υποφέρω, πάσχω, ὀϊζύομεν κακὰ πολλά, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., είμαι άθλιος, υποφέρω πολύ, πάσχω, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀϊζύω: атт. οἰζύω (в praes. ῡ, в остальных формах ῠ)
1) жаловаться, сетовать (περί τινα Hom.);
2) страдать, тж. терпеть, переносить (κακὰ πολλά Hom.).