μενοινώ

From LSJ
Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source

Greek Monolingual

μενοινῶ, -άω, επικ. τ. -ώω (Α)
1. επιθυμώ σφοδρά κάτι, επιζητώ κάτι («νῡν σφάξαι μενοινᾷς», Ευρ.)
2. είμαι πρόθυμος για κάτι («πεζοὶ δὲ μενοίνεον, εἰ τελέουσιν», Ομ. Ιλ.)
3. σχεδιάζω ή διανοούμαι εναντίον κάποιου κάτι κακό («κακὰ δὲ Τρώεσσι μενοίνα», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μένος «ορμή, μανία». Έχει υποστηριχθεί ωστόσο ότι το ρ. έχει παραχθεί από αμάρτυρο ουσ. μενώ(ι) (< θ. μενοι-), πρβλ. ἠχώ, πειθώ. Το θ. μενοι-εμφανίζεται και στα ανθρωπωνύμια Μενοίτης, Μενοίτιος].