ὀλβάχιον

From LSJ
Revision as of 14:45, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλβάχιον Medium diacritics: ὀλβάχιον Low diacritics: ολβάχιον Capitals: ΟΛΒΑΧΙΟΝ
Transliteration A: olbáchion Transliteration B: olbachion Transliteration C: olvachion Beta Code: o)lba/xion

English (LSJ)

τό, Dinol.13 :—also ὀλβάχνιον, ὄλεχον, EM257.53,621.20 ; ὀλβακήϊα, Hsch. :—said to be Syracusan for ὀλάχνιον, and expld. as τὸ κανοῦν ἐν ᾧ ἀπετίθεντο τὰς οὐλάς. (β A = ϝ.)

Greek (Liddell-Scott)

ὀλβάχιον: τό, «κανοῦν Δεινόλοχος» Ἡσύχ. ὡσαύτως, ὀλβάχνιον, «πλεονάζουσιν δὲ τὸ β Συρακούσιοι· ὡς ἐπὶ τοῦ ὀλβάχνιον, ὀλάχνιον γάρ ἐστι τὸ ἀπαθὲς τὸ τὰς οὐλὰς ἔχον· σημαίνει δὲ τὸ κανοῦν ἐν ᾧ ἀπετίθεντο τὰς οὐλὰς» Ἐτυμ. Μέγ. 257. 53· προσέτι, ὄλεχον αὐτόθι 621. 20.

Greek Monolingual

ὀλβάχιον και ὀλβάχνιον και ὄλεχον, το, και ὀλβακήϊα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πλεονάζουσι δὲ τὸ β Συρακούσιοι
ὡς ἐπὶ τοῦ ὀλβάχνιον, ὀλάχνιον γάρ ἐστι τὸ ἀπαθὲς τὸ τὰς οὐλὰς ἔχον
σημαίνει δὲ τὸ κανοῦν(κάνιστρον) ἐν ᾧ ἀπετίθεντο τὰς οὐλάς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀλβάχνιον συνδέεται με τη λ. ὀλαί / οὐλαί και έχει σύνθετο επίθημα σε -αχ- + -νιο- (πρβλ. πέταχνον), ενώ οι τ. ὀλβάχιον και ὀλβακήια είναι πιθ. εσφαλμένοι.

Frisk Etymological English

See also: s. οὐλαί, λαιγματά.