επιπείθομαι

From LSJ
Revision as of 12:23, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source

Greek Monolingual

ἐπιπείθομαι (Α)
1. πείθομαι στα λόγια κάποιου («εἴ τις ἐμοὶ ἐπιπείσεται ἀνδρῶν οἴκαδ’ ἴμεν», Ομ. Ιλ.)
2. συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω («ἡμῑν δ’ αὖτ’ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ», Ομ. Οδ.)
3. έχω πεποίθηση, εμπιστοσύνη σε κάτι, εμπιστεύομαι («μαρτυρίοισι γὰρ τοῑσδ’ ἐπιπείθομαι», Αισχύλ.)
4. υπακούω («ὅς κε θεοῑς ἐπιπείθηται, μάλα τ’ ἔκλυον αὐτοῦ», Ομ. Ιλ.).