εφημέριος

From LSJ
Revision as of 14:15, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἐφημέριος, -ον, Α και ἐφημέριος, -ία, -ον, δωρ. τ. ἐφαμέριος, -ον)
νεοελλ.-μσν.
1. ο ιερέας που εκτελεί τα λειτουργικά του καθήκοντα σε έναν ναό είτε μόνος είτε κατ' εναλλαγή με άλλους ιερείς που συνυπηρετούν μαζί του στον ίδιο ναό
2. (γενικά) ο διορισμένος σε κάποιο ναό από τον επίσκοπο, ως λειτουργός του θεού, κατόπιν τυπικής εκλογής από τους ενορίτες
μσν.
ἐφημέριος
ο επόπτης
μσν.-αρχ.
ο καθημερινός, της ημέρας (α. ἀμβροσίαν ἀνεῑσαν αὐτοῑς ἐφημέριον», Πλούτ.
β. «ἐφημερίους τε ποιῶν θυσίας ὑπὲρ παίδων», Κ. Μανασσ.)
αρχ.
1. αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια της ημέρας
2. αυτός που γίνεται μόνο για μια μέρα («ἐφημέρια φρονέοντες», Ομ. Οδ.)
3. αυτός που διαρκεί μια μέρα, ο βραχυχρόνιος
4. (το αρσ. πληθ.) οἱ ἐφημέριοι (ενν. άνθρωποι)
εφήμερα πλάσματα
5. φρ. α. «λάτρις ἐφημέριος» — υπηρέτης ημερομίσθιος
β. «μισθός ἐφημέριος» — το ημερομίσθιο, το μεροκάματο
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφημέριον
το διάστημα μιας ημέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἡμέρ-ιος (< ἡμέρα)].