ὀρχίλος
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, a bird, prob. A wren (cf. τροχίλος), Ar.Av.568,V.1513, Arat.1025 ; a bird of ill omen at weddings, Euph.4; in Arist.HA609a12, Thphr.Sign.39,53, proparox. ὄρχιλος.
German (Pape)
[Seite 390] ὁ, ein Vogel, wahrscheinlich = τροχίλος, Zaunkönig; Ar. Vesp. 1513 Av. 568; Arat. 1025; bei Arist. H. A. 9, 1 ὄρχιλος accentuirt.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρχίλος: [ῐ], ὁ, πτηνόν τι, πιθαν. τὸ μετὰ χρυσοῦ λόφου μικρὸν παρυδάτιον πτηνὸν (πρβλ. τροχίλος), ὡσαύτως βασιλίσκος, σαλπιγκτής, Ἀριστοφ. Ὄρν. 568, Σφ. 1513· πτηνόν τι δυσοίωνον ἐν γάμοις, Spohn de Extr. Od. Parte, σ. 123· - ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 14, Θεοφρ. π. Σημ. Ὑδάτ. 3, 2., 4, 4, προπαροξυτ. ὄρχιλος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
roitelet, oiseau.
Étymologie: DELG ὀρχέομαι et suff. -ίλος comme dans τροχίλος, κορθίλος, σποργίλος.
Greek Monolingual
ὀρχίλος και ὀρχιλος, ὁ (Α)
είδος πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὀρχίλος παράγεται από το ρ. ὀρχοῦμαι «χορεύω» με την υποκορ. κατάλ. -ίλος, που απαντά και σε άλλα ον. πτηνών (πρβλ. σποργ-ίλος, τροχ-ίλος). Το πτηνό αυτό ονομάστηκε έτσι λόγω της έντονης κινητικότητας και ζωηρότητάς του].
Greek Monotonic
ὀρχίλος: [ῐ], ὁ, το πτηνό βασιλίσκος ή τροχίλος, που έχει χρυσό λοφίο, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρχίλος: и ὄρχῐλος ὁ птица королек Arph., Arst.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: name of a small bird, prob. wren (Ar., Arist., Thphr.); details in Thompson s.v.
Other forms: (on the acc. Schwyzer 485; mss. also -ιλος).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation like κορθ-, τροχ-ίλος a.o. (Schwyzer a. O., Chantraine Form. 249); perh. from ὀρχέομαι because of the liveliness of the bird (similar Robert, s. Bq).
Middle Liddell
ὀρχῐ́λος, ὁ,
the golden-crested wren, Ar.
Frisk Etymology German
ὀρχίλος: {orkhílos}
Forms: (zum Akz. Schwyzer 485; Hss. auch -ιλος)
Grammar: m.
Meaning: N. eines kleinen Vogels, wohl Zaunkönig (Ar., Arist., Thphr. u.a.); Einzelheiten bei Thompson s.v.
Etymology : Bildung wie κορθ-, τροχίλος u.a. (Schwyzer a. O., Chantraine Form. 249); viell. zu ὀρχέομαι wegen der Lebhaftigkeit des Vogels (ähnlich Robert, s. Bq).
Page 2,433