κυρβαίη
From LSJ
ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation
English (LSJ)
dub. sens., epith. of μάζα, Hom.Epigr.15.6 (A κυρκαίη Suid. s.v. Ὅμηρος).
German (Pape)
[Seite 1535] μᾶζα, ἡ, bei Hom. ep. 15, 6, zw., eine Art Brei oder Teig. Bei Suid. steht κυρκαίη, Andere vermuthen γυραίη von γῦρις, oder τυρβαίη von τύρβη.
Greek (Liddell-Scott)
κυρβαίη: ἄγνωστός τις λέξις ἐν τοῖς Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 15. 6· ὅπερ φέρεται κυρκαίη παρὰ Σουΐδ. σ. 2675Β.
Russian (Dvoretsky)
κυρβαίη: μᾶζα ἡ предполож. густая похлебка Hom.