ἀγρευτής

From LSJ
Revision as of 16:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγρευτής Medium diacritics: ἀγρευτής Low diacritics: αγρευτής Capitals: ΑΓΡΕΥΤΗΣ
Transliteration A: agreutḗs Transliteration B: agreutēs Transliteration C: agreftis Beta Code: a)greuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A hunter, epith. of Apollo as slayer of Python, S.OC1091(lyr.), PFlor.297.19 (vi A.D.): metaph., of sleep, ἀ. πτηνοῦ φάσματος AP12.125 (Mel.). II Adj., κύνες ἀ. hounds, Sol.23; ἀ. κάλαμοι a fowler's trap of reeds, AP7.171 (Mnasalc.), cf. 6.109 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 22] ὁ, dasselbe, Apollo, bei Soph. O. C. 1093; öfter in Anthol.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγρευτής: -οῦ, ὁ, = κυνηγός, ὡς τὸ ἀγρεύς, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος ὡς καταβαλόντος τὸν Πύθωνα, Σοφ. Ο. Κ. 1091 (λυρ.). ΙΙ. ὡς ἐπίθ. ἀγρ. κύνες, κυνηγετικοὶ κ., Σόλων 23, 2· ἀγρ. κάλαμοι, ἡ ἐκ καλάμων παγὶς τοῦ θηρευτοῦ, Ἀνθ. Π. 7. 171, πρβλ. 6. 109.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
chasseur.
Étymologie: ἀγρεύω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ

• Morfología: [ac. dór. ἀγρευτάν S.OC 1091]
1 cazador epít. de Apolo, S.OC 1091
subst. cazador Call.Epigr.31.1, κοινότης τῶν ἀγρευτῶν SB 6704.4 (VI d.C.)
fig. del sueño ἀ. πτηνοῦ φάσματος AP 12.125 (Mel.).
2 que sirve para cazar, de caza κύνες Sol.13, de artilugios para cazar aves κάλαμοι AP 7.171 (Mnasalc.), πετηνῶν ἀγρευτὰν ἰξῷ μυδαλέον δόνακα AP 6.109 (Antip.Sid.).

Greek Monotonic

ἀγρευτής: -οῦ, ὁ,
I. = κυνηγός, όπως το ἀγρεύς, σε Σοφ.
II. ως επίθ., ἀγρευταὶ κύνες, κυνηγετικά σκυλιά, σε Σόλωνα· ἀγρευταὶ κάλαμοι, παγίδα κυνηγιού από καλάμια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγρευτής: II οῦ ὁ Soph. = ἀγρεύς.
III οῦ adj. m охотничий, ловецкий (δόναξ, κάλαμοι Anth.).
ῆρος ὁ Theocr. = ἀγρεύς.

Middle Liddell


I. a hunter, like ἀγρεύς, Soph.
II. as adj., ἀγρ. κύνες hounds, Solon; ἀγρ. κάλαμοι a trap of reeds, Anth.