εἵλησις
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
εως, ἡ, (εἱλέω) A sun-heat, Pl.R.380e (pl.), 404b (pl.), Arist. Ph.197a23, Plu.2.688a (pl.).
German (Pape)
[Seite 728] ἡ, das Sonnen, die Sonnenhitze; neben χειμών Plat. Rep. III, 404 b; neben ἄνεμοι II, 380 e; Arist. phys. audit. 2, 5.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de la chaleur du soleil.
Étymologie: εἱλέω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): εἴλ- Plu.2.688a
calor del sol καὶ πᾶν φυτὸν ὑπὸ εἰλήσεών τε καὶ ἀνέμων ... ἀλλοιοῦται Pl.R.380e, cf. 404b, Lg.747d, οἷον ὑγιείας ἢ πνεῦμα ἢ εἵ. Arist.Ph.197a23, ἃ ῥᾳδίαν ἔχει ὑπό τε πνευμάτων ὑπό τε εἱλήσεων τὴν φθοράν que son fácilmente destructibles por los vientos y por la acción del sol Plot.1.8.14, cf. Plu.l.c.
• Etimología: Cf. εἵλη.
Greek Monotonic
εἵλησις: -εως, ἡ (εἵλη), θερμότητα του ήλιου, ζέστη, σε Πλάτ.