ἀμείδητος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον, = foreg., LXX Wi.17.4; A νύξ A.R.2.908; βέρεθρον Orph.A.975; Τάρταρος IG14.769 (Naples).
German (Pape)
[Seite 120] dasselbe, Ἅιδης Theodor. 11 (VII, 439); νέκυες Iul. Aeg. 66 (VII, 58); νύκτες Ap. Rh. 2, 908.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμείδητος: -ον, = τῷ προηγ., Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ιζ΄, 4): νὺξ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 908· βέρεθρον Ὀρφ. Ἀργ. 975· Τάρταρος Συλλ. Ἐπιγρ. 5816: - ὡσαύτως ἀμειδίᾱτος, ον, Δίων Χρυσόστ. 1.169.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [fem. ἀμειδήτη GDRK 53.8]
1 de pers. o del rostro humano que no sonríe, triste πρόσωπον LXX Sap.17.4, Nonn.D.12.122, ᾍδης AP 7.439 (Theodorid.), Τάρταρος GVI 1883 (Nápoles), νέκυες AP 7.58 (Iul.), Φερσεφον<ε>ίη GDRK l.c.
•subst. ἀνάσσων αἰὲν ἀμειδήτων reinando eternamente sobre los tristes (e.d. los muertos), AP 7.59 (Iul.).
2 gener. fig. sombrío, triste, lúgubre νύκτες A.R.2.908, πένθος IG 12(5).302 (Paros I/II a.C.), βέρεθρον Orph.A.967.
Greek Monolingual
ἀμείδητος, -ον (Α) μειδιῶ
αμειδίαστος, σκυθρωπός, σκοτεινός.
Russian (Dvoretsky)
ἀμείδητος: Anth. = ἀμειδής.