ἄργιλλα
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
or ἄργῑλα, ἡ, A underground dwelling, so called in Magna Graecia, Ephor.45, Eust.ad D.P.1166; cf. ἄργελλα. II = ἄργιλλος, Gal.12.438, 19.90.
German (Pape)
[Seite 345] ἡ. eine unterirdische Wohnung, im Dialect Groß-Griechenlands, Euphor. bei Strab. 5, 4, 5.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
demeure souterraine.
Étymologie: mot de Grande-Grèce.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): ἄργιλα Gal.12.438, Eust.in D.P.1166
1 vivienda subterránea en Magna Grecia, Ephor.134a, Eust.l.c., 1671.36.
2 arcilla Gal.l.c., Cic.Pis.59, Vitr.5.10.2, Plin.HN 17.27, Colum.3.11.9.
• Etimología: Prob. de la raíz de 1 ἀργός, q.u.; lat. argilla es prést. del gr.
Greek Monolingual
ἄργιλλα, η (Α)
1. υπόγειο οίκημα το οποίο ονομάζεται έτσι κυρίως στη Μεγάλη Ελλάδα
2. η άργιλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Η σύνδεση της λ. άργιλλα ή άργιλα και άργελλα με τη λ. άργιλλος είναι αμφίβολη].
Greek Monotonic
ἄργιλλα: ή ἄργῑλα, ἡ, υπόγειο οίκημα, υπόγεια κατοικία, Έφορ. παρά Στράβ.
Frisk Etymological English
See also: ἄργελλα
Middle Liddell
ἄργιλλος, ἄργῑλος]
an underground dwelling, Ephorus ap. Strab.
Frisk Etymology German
ἄργιλλα: {árgilla}
See also: s. ἄργελλα.
Page 1,132