υποτείνω

From LSJ
Revision as of 12:26, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

Greek Monolingual

(I)
ὑποτείνω, ΝΜΑ τείνω
(το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. υποτείνουσα
αρχ.
1. τοποθετώ τεντωμένο κάτι κάτω από κάτι άλλο («ὑποτείνειν δοκίδα ὑπὸ τὴν κλίνην», Ιπποκρ.)
2. τεντώνω με δύναμη («ὑπότεινε δὴ πᾱς καὶ κάταγε τοῑσιν κάλῳς», Αριστοφ.)
3. επιτείνω, αυξάνω («μεγάλας ὀδύνας ὑποτείνει», Σοφ.)
4. προτείνω, υπόσχομαι (α. «ὑποτείνοντός τε τὰ ἐμπόρια συνελευθεροῦν», Ηρόδ.
β. «πολλὰ ἀγαθὰ τοῖς ἄλλοις ἀνθρώποις ύπετείνατο», Δίων Κάσσ.)
5. προτείνω, προβάλλω κάτι ενώπιον κάποιου («ταῡτα δ' ύπέτεινεν αὐτοῖς άπάτην τεχνάζων», Πλούτ.)
6. εκτείνομαι αποκάτω ή απέναντι από κάποιο σημείο («ὑπὸ τὴν μείζονα γωνίαν ὑποτείνει τὴν τοῦ τριγώνου [ενν. ἡ γραμμή», Αριστοτ.)
7. μέσ. ὑποτείνομαι
προτείνω ερώτημα ή ζήτημαὥσπερ τὰ ἔμπροσθέν σοι ὑπετείνατο Χαιρεφῶν καὶ αὐτῷ καλῶς καὶ διὰ βραχέων ἀπεκρίνω», Πλάτ.).
(II)
A
βλ. υποτίνω.