αφαλοκόβω

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source

Greek Monolingual

1. κόβω τον ομφάλιο λώρο νεογέννητου
2. χτυπώ κάποιον στην κοιλιά ή καταφέρω συντριπτικό πλήγμα σε κάποιον (πρβλ. «θα σε αφαλοκόψω» —απειλητικά)
3. προξενώ πόνο στην κοιλιά και τη μέση από το υπερβολικό φορτίο
4. προκαλώ σε κάποιον φόβο και ανησυχία.