αὐτομήτωρ
From LSJ
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
English (LSJ)
ορος, ἡ, A very mother herself, or her mother's very child, dub. in Semon.7.12.
German (Pape)
[Seite 399] ορος, ἡ, die leibhafte Mutter selbst, Simon. mul. vs. 12.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτομήτωρ: -ορος, ἡ, αὐτὴ ἡ μήτηρ ἀπαράλλακτος, ἀκριβῶς ὡς ἡ μήτηρ, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 7 [8]. 12· ― ὁ τύπος αὐτομήτηρ, ερος εἶναι ἀντίθετος τῇ ἀναλογίᾳ, Λοβ. Φρύν. 659.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ
que es madre de sí mismo, que se engendra a sí mismo θεός BE 1976.766 (Egipto), cf. Semon.8.12 (cód., prob. error).
Greek Monolingual
αὐτομήτωρ (-ορος), η (Α)
ίδια η μητέρα, απαράλλαχτα όμοια με τη μητέρα της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -μήτωρ < μήτηρ (πρβλ. αμήτωρ, πατρομήτωρ, προμήτωρ κ.ά.)].