αυχμός

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

αὐχμός, ο και αὐχμή, η (Α)
1. ξηρασία, ανομβρία
2. έλλειψη, απουσία
3. τα αποτελέσματα της ξηρασίας, τραχύτητα
4. (για το ύφος) στεγνότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αυχμός συνδέεται με τα αύος, αύω μέσω ενός επιθηματικού στοιχείου -χμ- (πρβλ. νεοχμός), κατά μία άποψη δε ανάγεται πιθ. σε τ. sauks-mos < sausk-mos (πρβλ. αρχ. ινδ. śuska-) Ο όρος αυχμός απαντά στον Εμπεδοκλή, τον Ηρόδοτο και στην Ιωνική-Αττική με σημασία «ξηρασία», από την οποία στον Πλάτωνα προέκυψε η έννοια «της ρυπαρότητας». Η λ. έχει παράλληλο μεταγενέστερο τ. αυχμή.
ΠΑΡ. αυχμηρός
αρχ.
αυχμώ, αυχμώδης].