γοώ

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source

Greek Monolingual

γοῶ (-άω) (Α)
θρηνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τύποι γόος και γοώ ανάγονται σε IE gŏu / gou∂ «φωνάζω, κραυγάζω». Το ρ. γοώ εμφανίζει όμοιο σχηματισμό με ρήματα του τύπου βοώ «καλώ κάποιον φωνάζοντας», μυκώμαι «μουγκρίζω». Η σημασία του ελλ. τ. δεν συμπίπτει πλήρως με τη σημασία τών αντίστοιχων τύπων τών άλλων γλωσσών (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. gikewen «ονομάζω», αγγλοσαξ. cīegan «ονομάζω, καλώ», αρχ. ινδ. jόguve «προφέρω με δυνατή φωνή»). Ο τ. γόος αποτελεί υστερογενή σχηματισμό].